- διακωμωδώ
- (ε) μετ. высмеивать, выставлять в смешном виде
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
διακωμωδώ — διακωμωδώ, διακωμώδησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
διακωμωδώ — (Α διακωμῳδῶ, έω) 1. σατιρίζω κάποιον ή κάτι σε κωμωδία 2. γελοιοποιώ … Dictionary of Greek
διακωμωδώ — διακωμώδησα, διακωμωδήθηκα, διακωμωδημένος, εμφανίζω πρόσωπα και καταστάσεις έτσι ώστε να προκαλούν το γέλιο, γελοιοποιώ: Ποτέ δε διακωμωδώ τη συμπεριφορά προσφιλών μου προσώπων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διακωμῳδῶ — διακωμῳδέω pres subj act 1st sg (attic epic doric) διακωμῳδέω pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλληλοδιακωμωδούμαι — ( έομαι) διακωμωδώ κάποιον και συγχρόνως διακωμωδούμαι από αυτόν. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλληλο * + διακωμωδώ (ούμαι)] … Dictionary of Greek
αδιακωμώδητος — η, ο [διακωμωδώ] αυτός που δεν διακωμωδήθηκε, δεν περιπαίχτηκε, δεν γελοιοποιήθηκε … Dictionary of Greek
γελοιοποιώ — ( έω) 1. μεταβάλλω σε γελοίο κάτι σοβαρό, διακωμωδώ 2. (μέσ. παθ.) γελοιοποιούμαι γίνομαι γελοίος, ρεζιλεύομαι … Dictionary of Greek
διακωμώδηση — η (Α διακωμῴδησις, εως) [διακωμῳδώ] 1. γελοιοποίηση προσώπου ή κατάστασης σε κωμωδία 2. γελοιοποίηση, χλευασμός … Dictionary of Greek
επικωμωδώ — ἐπικωμῳδῶ, έω (Α) [κωμῳδώ] διακωμωδώ, κοροϊδεύω … Dictionary of Greek
κωμωδεύω — και κουμουδεύω (Μ) διακωμωδώ, γελοιοποιώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού κωμῳδῶ κατά τα ρ. σε εύω. Ο τ. κουμουδεύω με κώφωση τού ω σε ου ] … Dictionary of Greek
κωμωδώ — (Α κωμῳδῶ, έω) [κωμωδός] διακωμωδώ, γελοιοποιώ κάποιον («οὐδ ὑμᾱς πεῑσαι... ἀλλ ἐμὲ κωμῳδεῑν βουλόμενος», Λυσ.) αρχ. 1. είμαι συγγραφέας κωμωδίας ή ηθοποιός που παίζει σε κωμωδίες 2. σατιρίζω κάποιον από τη σκηνή τού θεάτρου («ὡς κωμῳδεῑ τὴν… … Dictionary of Greek